- Βορεῆτις
- Βορε-ῆτις, ιδος, ἡ, fem. of Βόρειος, Id.243.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Βορεήτιδας — Βορεῆτις fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)